κεντητά

κεντητά
κεντητά̱ , κεντητής
mosaic-worker
masc nom/voc/acc dual
κεντητής
mosaic-worker
masc voc sg
κεντητής
mosaic-worker
masc nom sg (epic)
κεντητός
embroidered
neut nom/voc/acc pl
κεντητά̱ , κεντητός
embroidered
fem nom/voc/acc dual
κεντητά̱ , κεντητός
embroidered
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • SAMITUM — vox infimae Latinitatis: occurrit apud Perrura Blesensem Ep. 66. De zona aurea et lumbari serico et samito: Arnobium in Chron. c. 5. Regina autem donavit Duci samitos plurimos, ita ut omnes milites suos vestiret samitis etc. ex barbaro graeco… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • PHRYGIONES — οἱ βελονοποικιλταὶ, acupictores, dicti Veterib. quos hodie Galli Brodeurs vocant, sicut iisdem opus phrygionicum dicitur ovurage en broderie. Hi variis argumentis vestes, pulvinaria, stragula, soliaria et coetera id genus depingebant. Verro apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PLYMITARII — quibusdam iidem cum Plumariis, dicti sunt qui polymita conficiebant, a varietate τῶν μίτων filorum nomen adepta, versicolor enim his subtemen fuit: Variantia licia vocat Treb. Poll. in Triginta Tyrannis, G. 14. sibi de Macrianorum familia… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HEXAMITA — Vestimenta tapetiaque, quorum apud Vett. occutrit non rata mentio, ad polymitum opus referuntur Salmasut quae eodem modo in tela de liciis vatriantibus texebantur: cum τὰ κεντητὰ et ποικίλα, plumata seu acu picta opera, acu defigerentur et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RHAPTON — Graece Ῥαπτὸν, promontor. Barbariae, a quo urbs totius huius regionis Metropolis Ῥαπτὰ et portus et emporium. Stephanus, Ῥαπταὶ μητρόπολις τῶ εντὸς Αἰθιόπων, οἱ οἰκήτορες Ῥάψιοι ἐςτὶ δὲ καὶ μητρόπολις τῆς Βαρβαρίας τὰ Ῥαπτὰ, Rhaptae metropolis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • γάντι — Δερμάτινο, πλεκτό ή υφασμάτινο κάλυμμα του χεριού (συνήθως χωρισμένο σε πέντε δάχτυλα) που φοριέται για να το προστατεύει από το κρύο, την επαφή με ακάθαρτα πράγματα ή μόνο για κομψότητα. Το χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότατη εποχή στην Αίγυπτο… …   Dictionary of Greek

  • διακοσμώ — (AM διακοσμῶ, έω) 1. διευθετώ πράγματα με κατάλληλο τρόπο ώστε να αποτελέσουν αρμονικό και καλαίσθητο σύνολο 2. καλλωπίζω, στολίζω 3. εξωραΐζω με γραπτά, γλυπτά, κεντητά κ.ά. κοσμήματα αρχ. 1. τακτοποιώ 2. ρυθμίζω, κανονίζω 3. (στους Στωικούς)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”